- χαλκωμᾶς
- χαλκ-ωμᾶς, ᾶτος, ὁ,A = χαλκωματουργός, PLond.3.1170v.244,257 (iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκωμάς — ᾱτος, ὁ, Α χαλκωματουργός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλκωμα + κατάλ. ᾶς (πρβλ. πλακουντ ᾶς, χαλκ ᾶς). Η λ. αποτελεί συντμ. τ. τής λ. χαλκωματᾶς*] … Dictionary of Greek